Ι. ΚΟΝΔΥΛΑΚΗ, Ο ΠΑΤΟΥΧΑΣ




Ο Πατούχας είναι ένα ηθογραφικό διήγημα που ζωγραφίζει γλαφυρά τη ζωή της κρητικής υπαίθρου και ταυτόχρονα παρουσιάζει την ανατομία μιας εφηβικής ψυχής . Από τη μια η Κρήτη, από την άλλη τα ερωτικά σκιρτήματα και οι «κουζουλάδες» της νιότης. Οι μαθητές παρουσίασαν με διαφορετικά μέσα τα δύο αυτό θεματικά κέντρα.
Α. Η ΚΡΗΤΗ
Ο παντογνώστης αφηγητής με μηδενική εστίαση μαζί με τους ζωντανούς διαλόγους του αποσπάσματος μας φέρνουν τον αέρα της κρητικής υπαίθρου…
Διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για μια κλειστή αγροτική κοινωνία. Οι κάτοικοι ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Συνήθιζαν να πηγαίνουν κάθε Κυριακή στην εκκλησία.  Οι άντρες περνούσαν τον ελεύθερο χρόνο τους στο καφενείο στο κέντρο της πλατείας  του χωριού. Οι γυναίκες απ’  την άλλη ασχολούνταν με το νοικοκυριό, καθώς τις βλέπουμε να πλένουν τα ρούχα τους στα δημόσια νερά του χωριού. Έχει καθιερωθεί ο γάμος των κατοίκων με προξενιό. Ο πατέρας αποφασίζει για το ταίρι του παιδιού του. Τα συμπεθέρια συμφωνούν και οι μελλόνυμφοι ακολουθούν.
                Η Κρήτη την περίοδο εκείνη βρισκόταν υπό τουρκική κατοχή. Έτσι οι κάτοικοι ήθελαν να διώξουν τους Τούρκους επιδιώκοντας την απελευθέρωσή τους. Βλέπουμε τη συνύπαρξη δύο λαών και τις ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ τους (για παράδειγμα οι ντόπιοι αρνούνται στους Τούρκους να χορέψουν στο πανηγύρι τους).
Γενικά διασκέδαζαν στα πανηγύρια, και τα πειράγματα μεταξύ τους ήταν συχνό φαινόμενο.  Παράδειγμα αποτελούν τα παρατσούκλια (Πατούχας) και οι μαντινάδες.
Από τους μαθητές
Μαρία Κουκουλίδου
Θανάση Κωστούλα
Αουρέλα Λάλα
Αργυρώ  Λαφατζή
Κωνσταντίνα Μπούσια
Το έργο μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε ως ηθογράφημα, καθώς περιγράφει στοιχεία της ζωής της υπαίθρου (γαϊδουράκια, προξενιό, ποιμενική ζωή, κρητική διάλεκτος, μαντινάδες).
Για παράδειγμα ο Πατούχας δένει τον Τερερέ στο γαϊδούρι γιατί στο χωριό τον ειδοποιούν ότι είναι μάγος και ότι θα τον «δέσει», αφού του παίρνει την αγάπη του «το Πηγιό». Το γαϊδουράκι ανήκει σε άλλο συγχωριανό του και το χρησιμοποιούσε για να κουβαλά ξύλα.
Να και μια μαντινάδα που δείχνει μια βασική συνήθεια του κρητικού λαού, καθώς και τη διάλεκτό του: « Βάστα τσι μαντινάδες σου, λέγε τσι σίμα σίμα, να μη σε δέσω παρά κιε, να στέκεις σαν το κτήμα».
Από τους μαθητές
Γιώργο Κουτρουλό
Νίκη Λαγού
Ευαγγελία Νάτσιου
Άννα Πανταζή
Θωμά Παπαθεοχάρη

Β. Ο ΠΑΤΟΥΧΑΣ
Το σκίτσο που ακολουθεί ανήκει στο μαθητή Κωνσταντίνο Κορινιώτη.




Ο χαρακτήρας του Πατούχα
Ο Πατούχας είναι ένας ασυνήθιστος έφηβος, που αγαπά την ποιμενική ζωή και είναι γεμάτος ενθουσιασμό και αυθορμητισμό. Χαρακτηρίζεται για τη ζωντάνια του και για τη διαφορετική πρωτότυπη προοπτική του. Είναι ατίθασος και επαναστάτης. Ήταν πολύ ψηλός ανεπτυγμένος, με μεγάλες πλάτες και πολύ μακριά χέρια… Ξύλο απελέκητο, όπως περιγράφει ο συγγραφέας. Πολλοί συγχωριανοί του τον έλεγαν αγρίμι, γιατί να μιλήσει και να συμπεριφερθεί δεν ήξερε. Η αιτία γι’  αυτό είναι που μεγάλωσε δίπλα στα ζώα, ενστερνιζόμενος τις συνήθειες και τους τρόπους τους. Φοβόταν τον πατέρα του, αλλά δεν τον άκουγε… Είναι οξύθυμος, εκνευρίζεται εύκολα κυρίως με το δάσκαλό του που τον υποβαθμίζει συνέχεια. Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι ήταν αμόρφωτος, αλλά όταν επρόκειτο για τα γιδοπρόβατα οι ικανότητές του ήταν τεράστιες. Πίστευε πως οι βοσκοί δεν χρειάζονταν τα γράμματα και συνέβαλε σε αυτό πως τα «πήρε από φόβο». Θεωρούσε οικογένεια και φίλους του τη φύση και πίστευε πως μόνο με αυτήν συνεννοούνταν και τον καταλάβαιναν. Γι΄ αυτό το λόγο φοβόταν τους ανθρώπους σε σημείο απέχθειας πολλές φορές.  Ωστόσο ο μεγαλύτερος φόβος του ήταν να αλλαξοπιστήσει και να γίνει Τούρκος. Γενικότερα μπορούμε να τον περιγράψουμε ως άγαρμπο, στην αρχή τουλάχιστον, γιατί μετέπειτα κοινωνικοποιήθηκε, έμπαινε στο χορό, έλεγε μαντινάδες. Ήταν ντροπαλός, αν και από τις «κουζουλάδες» του αυτό δε φαινόταν.
Από τις μαθήτριες
Σοφία Μοσχοπούλου
Σοφία Παπαθανασίου
Νταϊάνα Λίκο
Ο Πατούχας, τα γράμματα και η φύση
Ο Πατούχας μίσησε τόσο πολύ το σχολείο, καθώς ο δάσκαλός του ασκούσε σωματική βία σε βάρος του. Συνεπώς το γεγονός αυτό ήταν καταλυτικός παράγοντας για  να μισήσει τα γράμματα. Ήταν τόσο ανεπίδεκτος μαθήσεως, που το μόνο που έμαθε στα σχολικά του χρόνια, ήταν η φράση «Σταυρέ βοήθει», όταν ο δάσκαλός του κινούνταν απειλητικά εναντίον του. Ο Πατούχας είχε δείξει από μικρή ηλικία αγάπη για την ποιμενική ζωή. Αυτή του η προτίμηση, σε συνδυασμό με το μίσος του για το σχολείο, τον προέτρεψαν να φύγει από το χωριό και να ζήσει στα βουνά.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο βουνό, ο πατέρας του τον επισκεπτόταν επανειλημμένα, με σκοπό να τον πείσει να κατεβεί στο χωριό, τουλάχιστον για να μεταλάβει. Το καταλυτικό επιχείρημα του πατέρα του, που έπεισε τον Πατούχα, ήταν πως αν δεν κοινωνούσε θα γινόταν Τούρκος.
Όμως το μεγάλο κίνητρο που τον ώθησε να εγκαταλείψει οριστικά το βουνό, ήταν η ισχυρή έλξη που ένιωσε για το άλλο φύλο, όταν μπήκε στην εφηβεία.
Από τους μαθητές
Γιάννη Μπατζικώστα
Λάμπρο Μπατζικώστα
Ανθή Παπαδοπούλου
Γιάννη Μακρή
Η προσαρμογή του Πατούχα
Ο Πατούχας , ένας ατίθασος νέος που ζούσε στη φύση και αγαπούσε τα ζώα αποφάσισε να επιστρέψει στη μικρή κοινωνία του χωριού του. Αυτή του η απόφαση, όμως του έφερε πολλές δυσκολίες. Στην αρχή, μπορεί η απόφαση αυτή να έφερε χαρά στους γονείς του, όμως ο ίδιος δεν μπορούσε να συμμεριστεί τη χαρά τους, αφού δεν μπορούσε να αποδεσμευτεί από τη ζωή στη φύση.
                Δεν ήθελε να πάει στην εκκλησία, να ντυθεί με άλλα ρούχα, να χαιρετίσει το δάσκαλό του και γενικότερα να συνευρεθεί με άλλους ανθρώπους. Όμως η επιθυμία του να ερωτευτεί, να αγαπήσει και να αγαπηθεί, τον ανάγκασε να προσαρμοστεί στον καινούργιο τρόπο ζωής. Αν και ήταν δύσκολο, τα κατάφερε. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι όχι μόνο μπόρεσε να συναναστρέφεται με τους χωριανούς του, αλλά και έγινε το είδωλό τους, το αντικείμενο του θαυμασμού τους, καθώς έδιωξε με το θάρρος του τους Τούρκους. Χόρευε, συνταίριαζε μαντινάδες, αγάπησε το Πηγιώ και μπόρεσε σιγά σιγά να συμπεριφέρεται ως φυσιολογικός άνθρωπος. Επίσης το ότι άρχισε να οικοδομεί το δικό του σπίτι, να βοηθά στο κουβάλημα του νερού, να επιβλέπει τους εργάτες δείχνουν ότι άρχισε να του αρέσει η ζωή του χωριού. Στο τέλος μάλιστα πήρε μέρος στον αγώνα του χωριού εναντίον των Τούρκων και φυσικά παντρεύτηκε…  
Από τους μαθητές
Γιώργο Κουτρουλό
Νίκη Λαγού
Ευαγγελία Νάτσιου
Άννα Πανταζή
Θωμά Παπαθεοχάρη
Ο Πατούχας και η ποιμενική ζωή
Ο πρωταγωνιστής μας είναι ο φυσιολάτρης, που έχει περάσει κάποια χρόνια της ζωής του στο βουνό και έχει λατρέψει τους χαλαρούς ρυθμούς της εξοχής, χωρίς τη συναναστροφή με άλλους ανθρώπους, παρά μόνο με τα αγνά ζώα του.
«Καλότυχα ΄ναι τα βουνά
Ποτέ τους δε γερνάνε
Το καλοκαίρι πράσινα
Και το χειμώνα χιόνι.

Πότε να ΄ρθει η άνοιξη
Να ξανανθίσουν πάλι
Να βγάλουν φύλλα τα κλαδιά
Να πρασινίσουν πάλι.
Η φύση υμνήθηκε από τη λογοτεχνία, όπως και στο παραπάνω ποίημα που υμνεί τα καταπράσινα καλοκαίρια και το μαγευτικό σκηνικό του χειμώνα. Στο απόσπασμά μας κάποια στιγμή ο Πατούχας εκδηλώνει την επιθυμία του να γυρίσει στο βουνό, στα αγνά ζώα του, στην ηρεμία του εκεί που δεν τον πιέζει κανείς, κυρίως ο «κακός δάσκαλος».
Από τους μαθητές
Παπακώστα Τάνια
Νίκο Κουτσή
Διονυσία Κοκοζίδου
Όσο , όμως και να ήταν ελκυστική η ζωή του τι τον έκανε να γυρίσει πίσω οριστικά; Μα φυσικά η δύναμη του έρωτα

Από τη μαθήτρια Μαργαρίτα Παπαγιαννούλη

Τη δύναμη του έρωτα προσπάθησε να αποδώσει ποιητικά η μαθήτρια Αουρέλα Λάλα
Μια μέρα ξαφνικά κάτι είδα μπροστά μου
και τότε κατάλαβα πως ήσουν εσύ έρωτά μου.

Ήταν ένα φτερούγισμα μέσα στην καρδιά μου.
Είδα ένα φως μέσα στη σκοτεινιά μου.

Ένα συναίσθημα δυνατό, κάτι τόσο μαγικό.
Ήτανε για μένα το απόλυτο ιδανικό.
Μες στη μοναξιά μου βρήκα μια παρηγοριά
κι είχε την παράξενη μορφή σου τη γλυκιά.

Και φυσικά δε θα παραλείψουμε να αποδώσουμε με μορφή που μοιάζει με μαντινάδα τα βασικά πρόσωπα του μυθιστορήματος:
Τερερές
Γεια σου χαρά σου δάσκαλε
με τη μακριά σου βέργα
που μού ΄σπαγες τα κόκκαλα
και μ’  έδερνες με τρέλα.

Ούλος ο κόσμος ήξευρε
ίντα κοπέλι ήσουν
σαν έβαζες στο φάλαγγα
το δόλιο μαθητή σου.

Και ο Πατούχας ο φτωχός
που απ’ τα βουνά κατέβη
σαν ήταν λίγο κουζουλός
σε βλέπει και σαλεύει.


Χήρα
Μάνα και κόρη εθέλατε το ίδιο το κοπέλι
και ο Τερερές ο δύσμοιρος μονάχος του ξεμένει.

Και ο Πατούχας  άμαθος δεν ήξευρε τι θα ΄βρει,
γιατί η μουρλή η μάνα της  την κόρη της τη θάβει…

Έλα που όμως ο μικρός την κόρη την εθέλει
και για τη μάνα της κουβέντα μια δε λέει…

Πατούχας
Τον εχτυπούσε ο δάσκαλος
και πήρε τα λαγκάδια
πρόσεχε τα κατσίκια του
και μία αγελάδα.

Τον έρωτα που ένιωθε για το Πηγιώ στα στήθια
και κουζουλός κατήντησε, παράτησε τα γίδια.

Και η Πηγιώ η όμορφη τριαντάφυλλα του στέλνει
καθώς εκείνος ο τρελός άφωνος εξεμένει.

Ο αδερφός δεν ήθελε γαμπρό να τον εκάνει
Και η Πηγή η άμοιρη με δάκρυα καταφτάνει.
«Ίντα έπαθες και δε μιλείς και μακριά μου μένεις;»
«Ο αδερφός σου έφταιγε, γι’ αυτό μη με τρελαίνεις».

Ξάφνου ξανά ερωτεύεται μια κόρη ορφανή
Και η μάνα της τον ζήλευε, τον ήθελε πολύ.
Όμως αυτός ο έρωτας για λίγο εκρατήθη
και στης Πηγιώς την αγκαλιά έπεσε κι εκοιμήθη.

Γάμος τρανός εκίνησε, χαρές και πανηγύρια
και όλοι ζήσαν μια χαρά κι εμείς μια απ’ τα ίδια.

   Από τις μαθήτριες
Μπατζικώστα Στεργιανή
Πανωλή Σοφία

Μερικές σκέψεις για την εφηβεία
Ο Πατούχας εμφανίζει ορισμένες ομοιότητες με έναν έφηβο της ηλικία μας. Όπως εκείνος έτσι κι εμείς δεν αγαπούμε ιδιαίτερα το σχολείο. Είμαστε το ίδιο ενεργητικοί και ζωηροί και νιώθουμε ορμές όσον αφορά στο άλλο φύλο.
Όμως εντοπίζουμε και κάποιες διαφορές: σήμερα οι έφηβοι προτιμούν τη ζωή στη πόλη, γιατί δίνει περισσότερες ευκαιρίες, ενώ ο Πατούχας προτίμησε την ποιμενική ζωή. Επίσης παρόλο που και ο Πατούχας και οι έφηβοι δεν αγαπούν καθόλου το σχολείο, εμείς έχουμε κάποιες στοιχειώδεις γνώσεις, όπως για παράδειγμα να διαβάζουμε, σε αντίθεση με τον Πατούχα που ήταν ξύλο απελέκητο.
   Από τους μαθητές
Γιάννη Μπατζικώστα
Λάμπρο Μπατζικώστα
Ανθή Παπαδοπούλου
Γιάννη Μακρή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου